- εὐνόμημα
- εὐνόμημαlaw-abidingneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευνόμημα — εὐνόμημα, τὸ (Α) [ευνομούμαι] νόμιμη ενέργεια, ενάρετη πράξη («πᾱν κατόρθωμα καὶ εὐνόμημα καὶ δικαιοπράγημά ἐστι», Χρύσ. Στωικ.) … Dictionary of Greek
εὐνομήματα — εὐνόμημα law abiding neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)